Συνέντευξη:
ΓΝΩΡΙΣΑ
τον ΠΑΤΕΡΑ ΓΕΝΝΑΔΙΟ
Γράφει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ
Η θειά
Ειρήνη
Κουρουπάκη-Σιλιγνάκη ξεμαρτυρά στην ανιψιά Δέσποινα Κουρουπάκη
Είχα πολλά χρόνια να
συναντήσω τη θειά μου τη Ρινιώ και όταν την αντίκρισα με το μπαστουνάκι
της να μπαίνει στο δωμάτιο που καθόμασταν μελαγχόλησα. Τη
θειά μου την θυμόμουνα ζωηρή να μας διηγείται ιστορίες από τα πέτρινα
χρόνια της κατοχής, αλλά πάντα δυνατή , αγέρωχη και αμέσως μου ήρθαν
στο νου θύμησες, εκεί μπροστά στο μνημείο του Μοναστηριού του Τοπλού
που είχαμε βγάλει φωτογραφίες. Στη μαρμάρινη αναθηματική
πλάκα έγραφε και το όνομα – Ηγούμενος Γεννάδιος – ο κατά κόσμον
Γεώργιος Σιλιγνάκης.
Από
το μνημείο που
υπάρχει στον Γαλατά στα Χανιά
Θειά, της
λέω: Πέρασαν τόσα χρόνια, τι έγινε τότε το 1944 στη Μονή, ξαναπές μας
τα γεγονότα εκείνα, γιατί λίγα θυμάμαι και γιί ενώ εκεί κάποιοι
έδωσαν τη ζωή τους, σήμερα κάποιοι άλλοι ξεπουλάνε ιστορία, πολιτισμό,
παράδοση, αγώνες.
Ο Γεώργιος
Σιλιγνάκης, παιδί μου, ήταν θείος μας και του παππού σου του Γιώργη και
εμένα από την σόϊ της μάνας μας. ΄Όμως τα χρόνια δύσκολα και
η φτώχια σκληρή και στην οικογένεια ήταν άλλα έξι παιδιά, που για να
ταϊστούν ήταν σχεδόν αδύνατο. Ο Γιώργης 8 χρονών τότε το 1912 τον
στέλνουν στη Μονή Τοπλού στη Στεία (Σητεία) για να
καλογερέψει. ΄Ηταν πάντα ένας καλόψυχος, πράος, γλυκύτατος,
αλλά και δυναμικός και ζωηρός. Πέρασαν τα χρόνια και έγινε
Ηγούμενος στη Μονή με το όνομα Γεννάδιος και εγώ όταν έγινα 14 χρονών
και επειδή ήδη είχε αρχίσει ο πόλεμος και το ψωμί λιγοστό, είμαστε και
εμείς 5 αδελφές με μοναδικό αγόρι τον παππού σου, ποιος να μας θρέψει,
με έστειλαν στη Μονή να βοηθάω και να τρώω κανένα πιάτο φαΐ.
Στην Μονή ανήκαν
μεγάλες εκτάσεις με σιτηρά και αμπέλια, αμυγδαλιές και λαχανόκηπους και
έβοσκαν αιγοπρόβατα. Εργάζονταν αρκετός κόσμος τότε, δούλευαν, βάσταγαν
τα απαραίτητα για να θρέψουν την οικογένεια τους και τα υπόλοιπα τα
έδιναν στο Μοναστήρι. Αυτό συνέβαινε και με την αδελφή του το
Καλλιό που καλλιεργούσε τα χωράφια δίπλα από τη Μονή – στο Καλαμάκι και
με τον αδελφό του το Μανόλη, που καλλιεργούσε στην περιοχή που είναι
κοντά στο Βάϊ σήμερα.
Ο πόλεμος σκληρός
έφτασε και σε αυτή την γωνιά της Ελλάδας, όμως όσοι ζούσαν στην περιοχή
δεν ένιωσαν πείνα, γιατί ο Γεννάδιος μάζευε το βιός στο Μοναστήρι και
κάθε μέρα στις 12 το μεσημέρι είχε συσσίτιο για όλους, αλλά και
Εγγλέζους και Νεοζηλανδούς που ήσαν εκεί για να βοηθήσουν στην
απελευθέρωση, χωρίς βέβαια να φαίνονται ότι ήταν σύμμαχοι .
Μάλιστα το σιτάρι, το άλεθαν στο Μύλο που ήταν εκεί στο προαύλιο της
Μονής. Τον θυμάσαι;
Εκεί ήμουν και εγώ
και ζύμωνα τα ψωμιά (τα καρβέλια θυμάμαι τα λέγαμε καλογέρους) και τα
ψήναμε στον φούρνο. Πήγαινα επίσης φαγητό στους εργάτες στο
θερισμό με τον συχωρεμένο τον επιστάτη Γιώργο Μαυροκούκουλο και θυμάμαι
και τον βοηθό σε όλες τις δουλειές μας τον Μανόλη Κουνελάκη.
΄Όσοι δεν μπορούσανε να έρθουνε στο Μοναστήρι για να φάνε, φορτώναμε
στα γαϊδούρια τα ψωμιά και ό,τι άλλο είχαμε και τα πηγαίναμε στα γύρω
χωριουδάκια.
Οι Εγγλέζοι βέβαια
ήταν εκεί γιατί εκεί λειτουργούσε ασύρματος του στρατηγείου της Μέσης
Ανατολής και φυσικά μόνο ο ηγούμενος και κάποιοι μπιστικοί το
γνώριζαν. Ο ασύρματος ήταν κρυμμένος καλά σε μια σπηλιά κοντά
στη θάλασσα που μάλιστα την είχαν ονομάσει «Γυναίκα» έτσι παραπλανητικά.
Τα σήματα για τις
κινήσεις των Γερμανών φεύγαν από εκεί και δίνονταν πολλές χρήσιμες
πληροφορίες στους συμμάχους και ΄Έλληνες και οι Γερμανοί είχαν πάθει
μεγάλες καταστροφές μέχρι που ήρθε η ώρα της προδοσίας.
Στην
περιοχή υπήρχε μια εκκλησία του ΄Άγιου Αντρεός και είχε και εκεί ωραίο
κήπο και αυλή και γινόντουσαν γάμοι και βαφτίσεις. Είχαμε
λοιπόν εκείνη την ημέρα, καλοκαίρι πια, μεγάλο γλέντι. Ξέχασα
να σου πω ότι ερχόντουσαν και Γερμανοί στη Μονή και πάντα τους φιλεύαμε
, είχαμε κατοχή βλέπεις, αλλά δεν είχαν καταλάβει κάτι. Τότε
έγινε η «αφελής» προδοσία. Κάποιες κοπελιές ερωτευμένες με
Γερμανούς για να τους δείξουν ότι τους εμπιστεύονται τους ομολόγησαν
ότι κάποιοι άνδρες από αυτούς που χόρευαν στην αυλή ήταν
Εγγλέζοι. Και από τότε άρχισαν να μετρούν οι ώρες ανάποδα για
τον θείο μας τον Γεννάδιο. Αμέσως ο ίδιος ο θείος ειδοποίησε
τον Δεσπότη στην Ιεράπετρα και του είπε ότι του μήνυσαν να πάει στο
Λιμάνι (Σητεία) για ανάκριση για τα συμβάντα.
Οι Εγγλέζοι τότε
γρήγορα πήραν το ασύρματο, ειδοποίησαν για τα γεγονότα τη Μέση Ανατολή
και τους έδωσαν εντολή να φύγουν με το υποβρύχιο που θα τους
έστελναν. Πήραν τον παπά-Λϊάκη μαζί τους, αλλά ο Γεννάδιος
όπως και ο μοναχός Καλλίνικος Παπαθανασάκης και ο μοναχός Ευμένιος
αρνήθηκαν να πάνε. ΄Ήταν εκείνες οι λαμπερές αυγουστιάτικες
μέρες του 44 που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
- Σκούπισε
τα δάκρυα και συνέχισε -
Πήγανε Σητεία και από
εκεί τους μετέφεραν στον ΄Άγιο Νικόλαο για ανάκριση και τους βάλανε στο
κρατητήριο. ΄Όμως δεν έφτανε μόνο αυτός να
μαρτυρήσει. Στο κρατητήριο τον πλησίασε τάχαμου ένας
πατριώτης – δοσίλογος παιδί μου- του έκανε τον φίλο για να του πάρει
λόγια για τον ασύρματο, αλλά και για την οικογένειά του. Ο
Γεννάδιος δεν έβγαλε λέξη, μόνο τον παραμύθιασε με τα δύσκολα παιδικά
του χρόνια και άλλες ιστορίες πόνου.
Ο δοσίλογος φτάνει
στο χωριό μας στη Σφάκα και εκεί οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τα αδέλφια
του Καλλίνικου, τον Μανόλη, το Μιχάλη, το Καλλιό, τον Λαμπρή.
Ο θείος ο Λαμπρής βασανίστηκε άγρια στις φυλακές, όπως και ο Μανόλης
στις φυλακές της Αγιάς στα Χανιά. Λίγους μήνες αργότερα ήρθε
η απελευθέρωση, μαζί με αυτήν και η απελευθέρωση των κρατουμένων, όμως
ο Λαμπρής δεν άντεξε το κορμί του κατεστραμμένο από τα βασανιστήρια και
πέθανε, όπως και ο Μανόλης ίσα-ίσα πρόλαβε να δει την πατρίδα ελεύθερη.
΄Ένας άλλος αδελφός ο
Γιάννης πρόλαβε και ειδοποιήθηκε από τον θειό σου τον Νίκο τον
Κουρουπάκη, που είδε τον δοσίλογο με τους Γερμανούς και έφυγε στα βουνά
και έζησε εκεί σαν αγρίμι. Ο φόβος και η ταλαιπωρία τον
βασάνιζαν και δεν άντεξε.
Εγώ ήμουν στο Τοπλού
και ρωτούσα να μάθω νέα για τον θειό μου μέχρι και ένα φίλο Γερμανό
έβαλα να ρωτήσει τους «μεγάλους» και τότε μου είπαν ότι ήταν στις
φυλακές της Αγιάς στα Χανιά. ΄Έκλαψα, έκλαψα ήξερα ότι ήταν
το τέλος γι’αυτόν και έγραψα την ιστορία αυτή με στίχους.
Γράψε λίγους στίχους όπως τελειώνει….
« Τον Μαριχιάλο
(Γερμανό) ήβαλα να πάει ρωτήσει
που βρίσκεται ο θείος
μου για να μας απαντήσει.
Στον ΄Άγιο τον πήγανε
για μία ανακρίση,
για να τον
τυραννήσουνε για να τους μαρτυρήσει.
Αλλά δεν εμαρτύρησε,
δεν ήτονε προδότης,
γι’αυτό και τον
σκοτώσανε μές στον ανθό της νιότης.
Τ' άλλο Σάββατο το
πρωΐ, ήρθε ένα μπιστεμένος
και στα Χανιά τον
πήγανε
μας λέει λυπημένος.
Σαν τονε πήγαν στα
Χανιά δεν είχαμε ελπίδα,
αμέσως καταλάβαμε, δεν
έχει σωτηρία.
Στσοι
δεκανιά δικάστηκε,
στσοί εικοσιμιά εσκοτώθη
κι ό,τι τρομάρα ήπηρα να πάρει κι ο
προδότης.
Ως πέφτουν από την
λεμονιά τα έμμορφα τα άνθη
έτσι έπεσε κι ο Ηγούμενος 'πό Γερμανούς κι εχάθη.
΄Όταν τον εδικάζανε
δεν ήτο λυπημένος,
γιατί κι αν τον σκοτώσανε ήτονε
δοξασμένος.»
(19 Αυγούστου 1944 –
21 Αυγούστου 1944 εκτελέστηκε)
Πέρασαν τόσα χρόνια
και ακόμα τα θυμάμαι ετούτανα που έγραψα τότε για να διηγούμαι μέχρι
που θα ζω και να παίρνουν σήμερα παράδειγμα τα παιδιά μας και να
αγωνίζονται, γιατί όπως μου είπες αυτόν τον ευλογημένο τόπο τον
πουλούνε.
Ποιοι τονε πουλιούνε
μωρέ, σε ποιους;
- Θειά σήμερα ο
Ηγούμενος έκανε εταιρεία και συμφώνησε με τους Εγγλέζους για να κάνουνε
λέει γκολφ και βίλες.
-Είντα πες μωρέ ;
- Τον τόπο αυτόν τον
ιερό θέλουν να ξεπουλήσουν;
- Να σηκώσω αυτό το
μπαστουνάκι και να τους παίξω μια για να δούνε τι θα πει κρητικιά,
ξεπουλάνε μωρέ το αίμα μας, τον ιδρώτα, τους αγώνες μας, ξεπουλιούνται
μωρέ οι τόποι μας;
- ΄Όχι
θειά, και όσο ζω δεν θα τους αφήσω. Στο αίμα του θείου μας
στο υπόσχομαι.
Η θειά Ειρήνη
Κουρουπάκη-Σιλιγνάκη ξεμαρτυρά στην ανιψιά Δέσποινα Κουρουπάκη
27 Φεβρουαρίου 2008
Στις
φωτογραφίες: Από την μαρτυρία της θείας στην ανιψιά